Αυτό δεν είναι το φυσιολογικό; Η γη, δεν είναι το φυσιολογικό, όταν πέφτει η βροχή να την ρουφάει; Και να μη βλέπεις επάνω νερά να λιμνάζουν. Να το πίνει το νερό. Και όταν το πίνει θα γεμίσει η γη λουλούδια, πράσινο, ευωδίες, ομορφιές. «Θα ήθελες»; «Εννοείται, θα ήθελα». «Εμ, δεν εννοείται!». «Ε, κάτσε τώρα! Θα μας μπερδέψεις». Ναι, δεν εννοείται, γιατί αυτή τη λέξη που λες, ο Θεός την παίρνει πολύ σοβαρά.
Πρόσεξε! Πρόσεξε! Θα πω κάτι. Και το λέω και στον εαυτό μου και το λέω και σε σένα: μην πεις ποτέ στο Θεό πράγματα που δεν τα παίρνεις στα σοβαρά! Ο Χριστός σε παίρνει πολύ στα σοβαρά. Σοβαρολογεί μαζί σου όταν Του μιλάς. Δεν σε παίρνει ο Χριστός επιπόλαια — στην πλάκα, λένε οι νέοι. Όταν μιλάς με το Χριστό σε ακούει πολύ σοβαρά. Δίνει όλη Του την καρδιά. Τείνει το ουςΤου, απλώνει δηλαδή το ενδιαφέρον Του και στρέφει το αυτί Του να σε ακούσει. Και ό,τι Του ζητήσεις θα στο δώσει. Θα στο δώσει με το τίμημα που έχει αυτό που ζητάς και με τη διαδικασία που χρειάζεται. Όταν πεις δηλαδή στο Χριστό, εσύ που έχεις το πείσμα σου, τα νεύρα σου, τον εγωισμό σου, τις παραξενιές σου, τα κρυφά σου πάθη και τα παλιά σου αμαρτήματα και τις κακίες που έχουνε πιάσει μέσα σου ρίζα… Και του λες του Χριστού: «Κύριε, έλα Εσύ απάλλαξέ με· βγάλε μου τα ελαττώματα, κάνε με καινούργιο άνθρωπο, άλλαξε την ψυχή μου!» Σου λέει ο Χριστός: «Αρχίζω έργο! Από τώρα αρχίζω να σε διορθώνω. Το χωράφι σου θα το κάνω απίστευτα ωραίο». Και αυτό ξέρεις πώς γίνεται; Γίνεται με το σκάψιμο. Γίνεται με το υνί που μπαίνει μέσα στο χωράφι· με τα μηχανήματα αυτά που ανακατεύουν τα χώματα, που φέρνουν τα πάνω — κάτω, που σπάνε τις πέτρες, που σπάνε τα κομμάτια που έχουν γίνει συμπαγή· ο πηλός αυτός που ξεραίνεται, το χώμα το ξερό. Θέλει πολύ ξύλο αυτή η υπόθεση. Θέλει πολύ πίεση. Θέλει πολύ πόνο. Θέλει πολύ δάκρυ. Το έλεγες! Έλεγες: «Ωραία, Κύριε, κάνε με όπως με θες να γίνω, όπως πρέπει να γίνω. Αλλαξέ μου τη ζωή. Κάνε με άγιο. Κάνε με ταπεινό. Ναι, αλλά πώς θα γίνει αυτό»; Πώς θα γίνει αυτό… Και παρεξηγείσαι.
Δεν είπες εσύ στο Θεό, γυρίζω τώρα — όχι στην κυρία που έλεγα πριν- στον κάθε άνθρωπο. Εσύ δεν είπες στο Θεό: «Κύριε, κάνε το χωράφι της ψυχής μου ταπεινό»; Εσύ που είχες τον εγωισμό, εσύ που είχες το πείσμα, εσύ που νόμιζες ότι το παιδί είναι δικό σου, το κάνεις ό,τι θέλεις, θα το έχεις όπως θέλεις, διάφορους λόγους. Διάφορους λόγους είχες. Ήξερε ο Θεός. Κι έρχεται ο Θεός και λέει: «Το χωραφάκι της ψυχής σου, αυτός ο πόνος θα το μαλακώσει πολύ το χωράφι της ψυχής σου». «Όταν έχασες τη δουλειά σου, απαντούσα στην προσευχή σου». «Μα δεν έκανα προσευχή Κύριε, να χάσω τη δουλειά μου!». «Ναι, παιδί μου, ζητούσες όμως να μαλακώσει το χώμα της ψυχής σου. Αυτή η δουλειά που έχασες, σε μαλάκωσε λιγάκι, θυμάσαι; Ταπεινώθηκες». «Ναι, αλλά την άλλη φορά που στη δουλειά μου μου φερθήκανε έτσι άσχημα; Την άλλη φορά που αρρώστησε η γυναίκα μου; Την άλλη φορά που έπαθα εκείνο το τρακάρισμα; Την άλλη φορά που…». «Όλα αυτά, παιδί Μου, όλα αυτά είναι ο διάλογος που έχω μαζί σου!». «Μα Κύριε, είσαι πολύ σκληρός!». «Δεν είμαι Εγώ σκληρός. Είναι η ψυχή σου πολύ σκληρή και όταν πάω να την ακουμπήσω, νιώθεις αυτή τη σκληρότητα σε Μένα, αλλά υπάρχει σε εσένα. Δεν γίνεται αλλιώς αυτή η ψυχή που κουβαλάς να μαλακώσει και να ταπεινωθεί, αν δεν πονέσει τόσο πολύ…». «Τόσο πολύ; Να μου πάρεις το παιδί»;
Και ο Κύριος δεν απαντά, παρά μόνο απλώνει πάλι τα χέρια Του πάνω στο Γολγοθά και μας δείχνει το σταυρό Του. Πώς τον κρατά. Και μας λέει: «Ιδού η απάντηση: Δεν γίνεται αλλιώς. Είναι ο μόνος δρόμος, ο μόνος τρόπος, το χωράφι της καρδιάς σου να μαλακώσει. Εγώ, παιδί μου, σοβαρολογώ απέναντι σου. Εγώ πήρα στα σοβαρά αυτό που μου είπες. Εγώ δεν παίζω μαζί σου. Εγώ θέλω να σε σώσω. Εγώ θέλω να πας στον παράδεισο. Εγώ θέλω να γίνεις αυτός που πρέπει να γίνεις». «Τόσο πολύ πρέπει να πονέσω»;
«Όσο πιο γρήγορα η ψυχή σου ταπεινωθεί, θα διορθωθείς. Θα μαλακώσεις και δεν θα υπάρχει πλέον λόγος να πονάς. Εκτός, αν θέλω να σε κάνω πλέον Άγιο. Άγιο! Να λάμψεις σαν τον ήλιο». Αλλά εμείς, αδελφοί μου, δεν ανήκουμε σ' αυτή την κατηγορία. Μη βιαστείτε να πείτε ότι μας κάνει ο Θεός αγίους· στους πιο πολλούς από εμάς, ακόμα σπάει ο Χριστός τα μεγάλα κομμάτια του εγωισμού μας που έχουν γίνει σαν ογκόλιθοι μέσα στην καρδιά μας. Αυτό κάνει ο Χριστός… «Και αυτός ο καρκίνος που ήρθε;» Αυτό ήταν ακριβώς και αυτός ο καρκίνος. Λέει ο πατήρ Παΐσιος, ότι ήταν εκεί στο Αγιο Όρος ένας γέροντας που είχε παλιά γνωρίσει. Έναν τόσο σκληρό, ήταν πολύ σκληρός. Είχε μια θέση στο μοναστήρι, και είχε πολύ ύφος, εξουσιαστικό. Είχε αρκετό εγωισμό ο άνθρωπος. Δεν τον κατηγορούσε (ο πατήρ Παΐσιος), αλλά το έλεγε· δεν τολμούσες να του πεις ποτέ τίποτα. Και ούτε ποτέ παρακαλούσε. Όλο ζητούσε απαιτητικά. Θα κάνεις αυτό, θα γίνει εκείνο. Ύφος απαιτητικό και πολύ εγωιστικό. Και αυτός, λέει, έπαθε καρκίνο και τον διακονούσα και τον βοηθούσα. Να δείτε πώς έκανε ο καρκίνος την ψυχούλα του! Πώς τον ταπείνωσε ο Θεός αυτόν τον άνθρωπο. Πόσο με δίδασκε με αυτό που πέρασε! Κι αυτός ο σκληρός, ο απότομος, ο απόλυτος, ο παράξενος, μου έλεγε: «Μου δίνεις λίγο νεράκι; διψάω». Και του έδινα λίγο νεράκι με το ποτήρι και μετά μου έλεγε: «σε ευχαριστώ παρά πολύ, την ευχή μου να έχεις!». Ακου, λέει, πράγματα! Αυτός, να λέει «ευχαριστώ»! Ποτέ δεν έλεγε ευχαριστώ! Μόνο ζητούσε. Ποτέ δεν ευχαριστούσε. Ποτέ δεν μιλούσε ευγενικά. Πώς τον έκανε έτσι, λέει, η αρρώστια του!..
Φαίνεται κι αυτός είχε αυτό που είπα στην αρχή. Τι; Την καλή προαίρεση! Αδελφέ μου, δεν θα την είχε; Για να πάει στο Άγιο Όρος να αφιερώσει τη ζωή του, όσο παράξενος κι αν ήτανε, κάτι καλό θα είχε μέσα του. Ε, σε αυτό το καλό πόνταρε ο Θεός. Στηρίχτηκε, έκανε επένδυση ο Θεός σ' αυτό το καλό, το λίγο. Και λέει: θα σου κάνω την ψυχή αφράτο χωραφάκι. Ταπεινό χωράφι. Να σπείρω μετά μέσα τις αρετές Μου, την αγάπη, την ταπείνωση, την καλοσύνη, την ευγένεια της ψυχής, την ευγνωμοσύνη. Πώς θα γίνει αυτό; Με τα χτυπήματα. Με τα χτυπήματα, με το σκάψιμο, με το όργωμα, με τα δάκρυα, με τον πόνο. Αυτοί οι άνθρωποι βοηθούν. Διδάσκουν οι πονεμένοι. Διδάσκουν όλους εμάς να μαλακώσουμε, να ταπεινωθούμε, να ξυπνήσουμε, να βγούμε από το λήθαργο που ζούμε και να καταλάβουμε τη ματαιότητα αυτής της ζωής. Και τη σοβαρότητα της σωτηρίας μας.
Τι μεγάλο πράγμα είναι αυτό που το λέμε «σωτηρία»! Να σώσω την ψυχή μου! Μου το είπε ένα παιδί. Παιδί! Είκοσι πέντε χρονών άνθρωπος! Και μου λέει: «το θέμα είναι να μην χάσω την ψυχή μου! Να σώσω την ψυχή μου θέλω. Δεν με ενδιαφέρει πώς και πού και τι. Αν θα είμαι εδώ, αν θα γίνω μοναχός, αν θα πάω στο Άγιο Όρος, αν θα παντρευτώ, αν θα γίνω ιεραπόστολος. Δεν μ' ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει πώς Θα σώσω την ψυχή μου μέσα από οποιοδήποτε δρόμο». Και όμως, μας πνίγουν οι ματαιότητες της ζωής και ξεχνάμε αυτό το μεγάλο θέμα και μας κλέβει η ζωή. Μας κλέβει η ζωή…
Το λέει και ο Κύριος στην άλλη κατηγορία, στο σπόρο που πέφτει μέσα στα αγκάθια. Φυτρώνουν και τα αγκάθια και: «Καί σνμφυείσαι αί άκανθαι, απέπνιξαν αυτό». Φυτρώνει ο σπόρος, βγαίνει ο βλαστός για να μεγαλώσει, δίπλα του τα αγκάθια, τα άλλα ζιζάνια, τα φυτά αυτά που είναι γύρω-γύρω τα άχρηστα, που δεν χρειάζονται σε τίποτα· το πνίγουν και δεν μπορεί να μεγαλώσει. Και απαντά ο Κύριος και λέει: «Τό δέ είς τάς ακάνθας πεσόν ούτοι εισίν οί ακούσαντες, καί υπό μεριμνών καί πλούτου καί ηδονών τού βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καί ού τελεσφοροῦσι». Είδες; ακούσανε, αλλά πνιγήκανε. Πώς συμπνίγονται; Από τι; Από μέριμνες, από τον πλούτο, από τις ηδονές του βίου. Στο μυαλό σου χίλια δύο πράγματα. Μα δεν προλαβαίνω, έχω δουλειές, έχω εκείνα, έχω τα άλλα… Είχα πει σε κάποιον: ακούς τι λένε για τη Δευτέρα Παρουσία; Ότι έρχονται εσχατολογικά γεγονότα. «Μα εγώ δεν προλαβαίνω. Μα τι λέτε τώρα! Εγώ έχω να κάνω μεταπτυχιακό, έχω να κάνω διπλωματική στο Πανεπιστήμιο! Τι Δευτέρα Παρουσία! Δεν μπορεί να γίνει τώρα η Δευτέρα Παρουσία», μου λέει. «Έχω πολλές δουλειές να κάνω ακόμα. Δεν πρέπει να γίνει τώρα. Έχω διπλωματική». Μη γελάς! Έτσι είναι. Εσύ δεν είπες για διπλωματική, αλλά αν δεις τη ζωή σου, με πόσα πράγματα και εσύ έχεις απορροφηθεί. Από τα προβλήματά σου, από τα θέματά σου, τα οποία τα θεωρείς τόσο σοβαρά, ξεχνάς το κεντρικό θέμα της ζωής που είναι ο Χριστός και η συνάντηση μαζί Του. Είσαι έτοιμος; Είσαι έτοιμος να σου πει ο Θεός: «Σήμερα, παιδί μου, θέλω να συναντηθώ μαζί σου. Σήμερα θέλω να δω αν σκέφτεσαι Εμένα, αν είσαι έτοιμος να έρθεις κοντά σ' Εμένα. Αν είσαι έτοιμος να αφήσεις όλα αυτά που κάνεις». «Μα όλα αυτά που κάνω να τα αφήσω; Το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου, τα παιδιά μου, την περιουσία μου; Έχω τόσες δουλειές». «Μα οι δουλειές αυτές δεν θα σταματήσουν ποτέ. Τις δουλειές αυτές στις έδωσα για να σου θυμίζουν Εμένα. Να σε οδηγούν προς Εμένα. Να τις χρησιμοποιείς για Εμένα. Για τη δική Μου δόξα, για τη δική Μου συνάντηση, για τη δική σου βοήθεια στο πώς να Με πλησιάσεις. Και εσύ ξέρεις τι έχεις πάθει; Απορροφήθηκες από όλα αυτά · ζειςστη γη και απλώνεις ρίζες στη γη. Κόλλησες, βάλτωσες». Το έχεις πάθει; Το έχεις πάθει να βαλτώσεις κάπου με το αυτοκίνητό σου και να μη μπορείς να ξεκολλήσεις; Το έχω πάθει μια φορά μέσα στη λάσπη. Και να γυρίζει η ρόδα και να μη φεύγεις. Και να λέει ο Χριστός: «Μα πρέπει να ξεκολλήσετε από τη γη αυτή. Μη σας πνίξουν τα πράγματα αυτά. Οι δουλειές, το φαγητό. Μα το φαγητό δεν θα τελειώσει ποτέ. Τα μαγειρέματα δεν θα τελειώσουν ποτέ, οι υποχρεώσεις, τα ψώνια, οι αγορές». «Μα να μην τα κάνω»; «Να τα κάνεις όλα αυτά, αλλά η καρδιά σου να μην απορροφηθεί από αυτά».