Изменить стиль страницы

Δεν σε παίρνει κανείς τηλέφωνο; Που, νομίζω, στο τέλος της εκπομπής όσοι ακούνε, θα πάρουν κάποιο τηλέφωνο. Θα σε πάρουν και εσένα, φίλοι σου, από την Πειραϊκή Εκκλησία, πνευματικοί σου αδερφοί. Αλλά και να μην σε πάρει κανείς, να ξέρεις ότι σε αγαπάει ο Χριστός σήμερα. Και σου έχει δοθεί, αποκλειστικά σήμερα. Νοιώσε τον Χριστό να σου δίνεται αποκλειστικά! Να Τον νοιώθεις Θεό σου, προσωπικό σου. Ότι και αν δεν υπήρχε κανένας στην γη, θα γεννιόσουν Χριστέ μου, μόνο για μένα· και θα έκανες Χριστούγεννα μόνο για την δική μου την ψυχή!.. Και αυτό είναι πολύ ωραίο! Θα σε βοηθήσει να ζήσεις κάπως σε μια πληρότητα ψυχική και να μην νοιώθεις εξαρτημένος, παθολογικά εξαρτημένος και γενικά εξαρτημένος στο θέμα της χαράς από τους άλλους. «Κύριε, ξέρω ότι με αγαπάς, είσαι ο Θεός μου. Και ενώ μοιράζεσαι σε όλους, στον καθένα δίνεσαι πολύ προσωπικά, με απέραντη πληρότητα. Και θέλω έτσι να Σε νοιώσω». Εσύ και ο Θεός πάνω στην γη! Μόνο εσύ και ο Θεός!.. Και αυτό να σε γεμίσει χαρά! Και μετά θα δεις με καλοσύνη και τους άλλους, και θα χαρείς που χαίρονται. Δεν θα ζηλεύεις. Μην ζηλεύεις, μην φθονείς. Δεν θα αντιπαθείς, δεν θα μισήσεις τους άλλους — που μερικοί, επειδή βλέπουν ότι οι άλλοι χαίρονται θέλουν να τους εκδικηθούν. Η ζήλεια γίνεται οργή. Θυμώνουν, νευριάζουν, αντιπαθούν τον κόσμο που χαίρεται. Γιατί λέει: όλοι χαίρονται και εγώ λυπάμαι. Όχι! θα πεις. Εγώ έχω τον Θεό μου, έχω τον Χριστό μου, έτσι θέλησε Αυτός. Με αγαπάει και μένα και αντέχω!

Να σου πω και το άλλο. Μπορεί ως το βράδυ να ζήσεις και εσύ ένα θαύμα! Δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει. Μπορεί κάτι να γίνει στην ψυχή σου, μπορεί να έρθει μια χαρά στην ζωή σου, μπορεί κάτι να ακούσεις, κάτι να δεις, κάτι να σκεφτείς, κάτι να συμβεί να σε χαροποιήσει. Μην αφήνεις αυτήν την μελαγχολία να επεκταθεί. Ζήσε με την ελπίδα αυτή, μην αφήνεις την ελπίδα στην ψυχή σου να πεθαίνει. Περίμενε λιγάκι. Εσείς, που τώρα ακούτε και είστε καλά και δεν έχετε τίποτα από όλα αυτά που σχολιάζουμε, κάντε μια προσευχή για αυτούς, που τους αφορά πολύ αυτό το θέμα. Ενώ εσάς δεν σας αφορά, γιατί εσείς σε λίγο θα παρκάρετε, πλησιάζετε στο σπίτι που θέλετε. Θα βγείτε από το αυτοκίνητο, θα κλείσετε το ράδιο, θα πάτε να χαρείτε, να διασκεδάσετε, αλλά εμείς θα συνεχίσουμε. Εμείς θα συνεχίσουμε με αυτούς που πονούν. Με αυτούς που είναι μόνοι. Με αυτούς που δεν έχουν παρέα σήμερα. Και για αυτό, ας συνοδεύει η προσευχή, η αγάπη, ο ένας τον άλλο, για να νιώσουμε έτσι μέσα στην καρδιά μας. Ότι δεν είμαστε μοναχικά άτομα. Και εμείς που θα συνεχίσουμε.

Ξέρεις, είναι και κάτι άλλο· η ζωή μας είναι ζυμωμένη με την θλίψη. Και οι πιο μεγάλες χαρές κρύβουν και μια θλίψη. Το είπα και στην αρχή αυτό. Όταν ο Καζαντζάκης πήγε στο Άγιο Όρος μια φορά, πήγε σε ένα μοναστήρι, νομίζω στην Μονή Διονυσίου που είναι ένα μικρό μοναστηράκι. Είδε, λέει, ένα θάμνο απέξω. Λένε ότι στα φύλλα αυτού του θάμνου έβλεπες σε σμίκρυνση τον Εσταυρωμένο Χριστό και την θλίψη του Σταυρού. Και λέει ο Καζαντζάκης σε ένα μοναχό: «Πολύ στενό το μοναστήρι σας, ψυχοπλακωτικά νοιώθεις εδώ μέσα. Μου πλάκωσε την ψυχή. Είναι στενό». Και του λέει ο μοναχός: «Δεν φταίει το μοναστήρι μας, που νοιώθεις αυτήν την στενότητα. Είναι στενός όλος ο κόσμος· δεν μας χωράει ο κόσμος, δεν μας χωράει ο χρόνος! Και ο χώρος αυτού του πλανήτη, αυτής της γης, αυτής της ζωής. Δεν χωράμε, για αυτό είμαστε στενοχωρημένοι. Θέλουμε το απόλυτο, το απέραντο. Θέλουμε το πολύ, και δεν το χωράμε. Δεν το μπορούμε».

Υπάρχει, δηλαδή, ζυμωμένη με την ζωή μας μια θλίψη, μια μοναξιά, ακόμα και στο πλήθος των ανθρώπων. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, είχαμε μια καθηγήτρια καλλιτεχνικών ζωγραφικής. Αυτή είχε βάλει σκοπό να κάνουμε μια φορά στην περιοχή που ζούμε μια έκθεση, με πήλινες κατασκευές, ζωγραφική με χειροτεχνίες· Γυμνάσιο ήμασταν και το πέτυχε. Μαζέψαμε κόσμο. Ήρθε ο Δήμαρχος, ήρθε ο Επίσκοπος. Κάνανε αγιασμό, βάλανε μουσική μετά και κάνανε τα εγκαίνια της εκθέσεως. Και εγώ ήμουνα χαρούμενος. Λοιπόν. Πω πω! πόσο θα χαίρεται αυτή η καθηγήτρια που ο σκοπός της επιτεύχθηκε και το όνειρό της έγινε πραγματικότητα. Και την πλησιάζω μέσα στο πλήθος, πολύς κόσμος, την χαιρετάγανε όλοι!!.. «Συγχαρητήρια» της λέγανε και αυτά· της λέω: «Κυρία…», — ήμουν Δευτέρα Γυμνασίου — της λέω, «φαντάζομαι πόσο χαρούμενη θα είστε! ευτυχισμένη σήμερα! Άντε! αυτό που θέλατε, έγινε»! Και μου λέει: «… Δεν έχεις ακούσει ότι μέσα στο πλήθος μπορεί να νοιώσεις μοναξιά»; Εγώ τα έχασα! «Συγγνώμη, έτσι νιώθετε»; Μου λέει: «Για να στο λέω, έτσι θα είναι». Και εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος να την χαιρετήσει και έφυγα και δεν μου έδωσε μετά σημασία. Αλλά έχουν περάσει — πόσα;- είκοσι χρόνια κι ακόμα θυμάμαι την κουβέντα της: «Μέσα στον κόσμο μπορεί να νοιώθεις μοναξιά». Μέσα στο τραπέζι το εορταστικό μπορεί κάποιος να νοιώσει ένα κύμα θλίψης. Η ζωή αυτή έχει ζυμωθεί με την σχετικότητα. Το πιο ωραίο πράγμα έχει ζυμωθεί με τον πόνο, την πίκρα, με ένα κενό.

Κάτι βγαίνει πάντα για να μας θυμίζει ότι είμαστε στην γη, για να μας θυμίζει ότι είμαστε… χαμηλά. Ότι δεν είμαστε κοντά στο Θεό, ότι δεν είμαστε στην απόλυτη ευτυχία. Εκεί είναι: «ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός, έν τόπω φωτεινώ, έν τόπω χλοερώ, έν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη καί στεναγμός»… τι είναι όλα αυτά; «ένθα απέδρα οδύνη, λύπη καί στεναγμός». Εδώ υπάρχει στεναγμός. Σε λίγο θα έρθει ο στεναγμός. Θα γίνουν στοίβα τα πιάτα. Θα αρχίσει ο στεναγμός της μάνας που μαζεύει που, μετά, αρχίζει την τακτοποίηση του σπιτιού. Χαρά και λύπη μαζί στην ζωή αυτή. Λοιπόν, να το θυμάσαι αυτό· δεν είναι στενό το μοναστήρι, δεν είναι στενή η ατμόσφαιρα που ζεις και νομίζεις ότι στενοχωριέσαι. Είναι ο όλος κόσμος! Η γη μας είναι στενή. Και η απόλυτη ευτυχία δεν υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο.

Έτσι λοιπόν και κάτι άλλο να ξέρεις. Ότι εσύ που είσαι σήμερα μόνος, μπορεί να διδάξεις και τους άλλους. Διδάσκεις. Διδάσκεις τώρα με την υπομονή σου. Διδάσκεις τους άλλους να είναι ταπεινοί, να είναι δυνατοί, να είναι και αυτοί ευγνώμονες με το τίποτα. Ξέρουν μερικοί ότι είσαι μόνος- το ξέρουν. Λες να μην προβληματίζονται; Μέσα τους τώρα ξέρεις τι λένε; «Για σκέψου αυτή η γυναίκα, για σκέψου αυτός ο άνθρωπος. Πώς αντέχει; Πώς αντέχει την θλίψη, τον πόνο του, την αναπηρία του, την παραλυσία του, το πένθος του, την αρρώστια του, την οποιαδήποτε στεναχώρια του. Που είναι μόνος του». Το σκέφτεται αυτό. Διδάσκεις και γίνεσαι ιεροκήρυκας, ιεραπόστολος. Διδάσκεις με το παράδειγμά σου, όταν αυτό το παράδειγμα το ζεις ταπεινά και το αποδέχεσαι, και δεν αντιδράς. Γιατί, αν αντιδράς, δεν διδάσκεις. Όταν όμως δεν αντιδράσεις, είναι πολύ ωραίο αυτό.

Και εν πόση περιπτώσει, δεν ξέρω του καθενός την αιτία. Αλλά ό,τι και να γίνεται, ταπεινώσου. Η λύση, λένε οι άγιοι, για κάθε στεναχώρια μας, για κάθε μοναξιά, για κάθε περιφρόνηση των ανθρώπων είναι η ταπείνωση. Δηλαδή, μάθε να θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο για τα μεγάλα δώρα. Πες μέσα σου: «Δεν πειράζει, Κύριε· είμαι ασήμαντος. Είμαι μικρός. Η ευτυχία, η χαρά που θέλω δεν είναι δικαίωμά μου, δεν το αξίζω». Δεν μπορεί να λέει κανείς: «Εγώ απαιτώ να είμαι ευτυχισμένος. Απαιτώ να με πάρουν τηλέφωνο. Είστε όλοι παλιάνθρωποι, είστε όλοι κακοί. Κανείς δεν με αγαπάει. Το απαιτώ». Δεν μπορείς να απαιτήσεις, δεν μπορείς να απαιτείς. Νοιώσε ανάξιος και πες μέσα σου ταπεινά — όχι μειονεκτικά, αλλά ταπεινά… «Κύριε, καλά μού κάνεις, καλά μού φέρεσαι! Έτσι μού αξίζει, έτσι μού αξίζει· να είμαι μόνος. Εντάξει, αν ήθελες Εσύ θα μου το έδινες· δεν μπορεί πεισματικά να απαιτήσω. Θα μου δώσεις Εσύ, όταν θέλεις, ό,τι θέλεις. Εγώ δεν μπορώ να απαιτώ. Εγώ μπορώ να επαιτώ! Άλλο επαιτεία, άλλο απαίτηση. Έτσι, δεν απαιτώ. Επαιτώ, ζητιανεύω». Λέω: «Κύριε, αν θέλεις. Δεν είναι δικαίωμά μου. Ευλογητός ει Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. Δικαίωμά Σου είναι ό,τι θέλεις Εσύ να κάνεις». Δεν μπορώ να λέω: έχω δικαίωμα στην χαρά, δικαίωμα στην ευτυχία. Δεν είναι δικαίωμα. Είναι δώρο που, αν θέλει ο Θεός, το δίνει. Και απόδειξη, είναι αυτό που ζούμε σήμερα. Θέλησε ο Θεός σήμερα να ζεις έτσι, στην μοναξιά.