Изменить стиль страницы

45 Κι αμέσως ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν μέσα στο πλοίο, και να προηγηθούν στην αντίπερα όχθη κοντά στη Βηθσαϊδά, μέχρις ότου αυτός απολύσει το πλήθος. 46 Και όταν τους απέλυσε, πήγε στο βουνό να προσευχηθεί. 47 Και όταν έγινε βράδυ, το πλοίο βρισκόταν στο μέσον τής θάλασσας, κι αυτός ήταν μόνος επάνω στη γη. 48 Και τους είδε να βασανίζονται στο να κωπηλατούν· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντια σ' αυτούς· και κατά την τέταρτη φυλακή τής νύχτας έρχεται προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα· και ήθελε να τους προσπεράσει. 49 Και εκείνοι, όταν τον είδαν να περπατάει επάνω στη θάλασσα, νόμισαν ότι είναι φάντασμα, και έβγαλαν δυνατές κραυγές. 50 Επειδή, όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Κι αμέσως μίλησε μαζί τους, και τους λέει: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι, μη φοβάστε. 51 Και ανέβηκε προς αυτούς στο πλοίο· και σταμάτησε ο άνεμος. Και εκπλήττονταν μέσα τους σε αρκετά μεγάλο βαθμό, και θαύμαζαν. 52 Επειδή, από τα ψωμιά δεν κατάλαβαν, για τον λόγο ότι η καρδιά τους ήταν πωρωμένη.

53 Και διαπέρασαν και ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ, και αγκυροβόλησαν. 54 Και καθώς βγήκαν από το πλοίο, αμέσως μόλις τον αναγνώρισαν, 55 έτρεξαν σε όλα τα περίχωρα εκείνα, και άρχισαν να κουβαλούν τούς αρρώστους επάνω στα κρεβάτια, όπου άκουγαν ότι είναι εκεί. 56 Και όπου έμπαινε μέσα στις κωμοπόλεις ή τις πόλεις ή τα χωράφια, έβαζαν όσους ασθενούσαν στις αγορές, και τον παρακαλούσαν να αγγίξουν έστω το κράσπεδο του ιματίου του· και όσοι το άγγιζαν, θεραπεύονταν.

Κεφάλαιον 7

1 Και συγκεντρώνονται κοντά του οι Φαρισαίοι, και μερικοί από τους γραμματείς, που είχαν έρθει από τα Ιεροσόλυμα. 2 Και βλέποντας μερικούς από τους μαθητές του να τρώνε ψωμιά με μολυσμένα τα χέρια, δηλαδή άπλυτα, τους κατηγόρησαν· 3 (επειδή, οι Φαρισαίοι, και όλοι οι Ιουδαίοι, αν δεν πλύνουν τα χέρια μέχρι τον αγκώνα, δεν τρώνε, κρατώντας την παράδοση των πρεσβυτέρων· 4 και επιστρέφοντας από την αγορά, αν δεν πλυθούν, δεν τρώνε· είναι και πολλά άλλα που παρέλαβαν να τηρούν, πλύσεις ποτηριών, και ξύλινων δοχείων, και χάλκινων σκευών, και κρεβατιών)· 5 έπειτα, οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τον ρωτούν: Γιατί οι μαθητές σου δεν περπατούν σύμφωνα με την παράδοση των πρεσβυτέρων, αλλά τρώνε ψωμί με άπλυτα χέρια; 6 Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτούς, ότι: Καλά προφήτευσε ο Ησαϊας για σας τους υποκριτές, όπως είναι γραμμένο: «Ο λαός αυτός με τιμάει με τα χείλη, η καρδιά τους όμως απέχει μακριά από μένα· 7 και μάταια με σέβονται, διδάσκοντας διδασκαλίες, εντολές ανθρώπων». 8 Επειδή, ενώ αφήσατε την εντολή τού Θεού, κρατάτε την παράδοση των ανθρώπων, πλύσεις ξύλινων δοχείων και ποτηριών, και άλλα πολλά τέτοια παρόμοια κάνετε. 9 Και τους έλεγε: Ωραία αθετείτε την εντολή του Θεού, για να τηρείτε την παράδοσή σας. 10 Επειδή, ο Μωυσής είπε: «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Και: «Όποιος κακολογεί τον πατέρα ή τη μητέρα, να θανατώνεται οπωσδήποτε». 11 Εσείς, όμως, λέτε: Αν κάποιος άνθρωπος πει στον πατέρα ή στη μητέρα: Κορβάν, δηλαδή, δώρο είναι, ό,τι αν επρόκειτο να ωφεληθείς από μένα, αυτό αρκεί· 12 και δεν τον αφήνετε τίποτε να κάνει στον πατέρα του ή στη μητέρα του, 13 ακυρώνοντας τον λόγο τού Θεού εξαιτίας τής παράδοσής σας, που παραδώσατε· και κάνετε πολλά τέτοια παρόμοια. 14 Και προσκαλώντας ολόκληρο το πλήθος, τους έλεγε: Ακούτε με όλοι, και καταλαβαίνετε· 15 δεν υπάρχει τίποτε που, απέξω από τον άνθρωπο, μπαίνει μέσα του, το οποίο μπορεί να τον μολύνει, αλλά αυτά που βγαίνουν απ' αυτόν, εκείνα είναι που μολύνουν τον άνθρωπο. 16 Αυτός που έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. 17 Και όταν από το πλήθος μπήκε μέσα σε ένα σπίτι, οι μαθητές του τον ρωτούσαν για την παραβολή. 18 Και τους λέει: Έτσι ασύνετοι είστε κι εσείς; Δεν καταλαβαίνετε ότι κάθε τι απέξω, που μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να τον μολύνει; 19 Επειδή, δεν μπαίνει μέσα στην καρδιά του, αλλά στην κοιλιά· και αποβάλλεται στο αποχωρητήριο, καθαρίζοντας όλα τα φαγητά. 20 Έλεγε, μάλιστα, ότι: Αυτό που βγαίνει από μέσα από τον άνθρωπο, εκείνο μολύνει τον άνθρωπο· 21 επειδή, από μέσα από την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν οι κακοί συλλογισμοί, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, 22 κλοπές, πλεονεξίες, πονηρίες, δόλος, ασέλγεια, πονηρό βλέμμα, βλασφημία, υπερηφάνεια, αφροσύνη. 23 Όλα αυτά τα πονηρά βγαίνουν από μέσα, και μολύνουν τον άνθρωπο.

24 Και αφού σηκώθηκε από εκεί, πήγε στα όρια της Τύρου και της Σιδώνας· και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, δεν ήθελε να το μάθει αυτό κανένας· δεν μπόρεσε, όμως, να κρυφτεί. 25 Επειδή, μια γυναίκα, της οποίας το κοριτσάκι είχε ακάθαρτο πνεύμα, ακούγοντας γι' αυτόν, ήρθε και έπεσε κοντά στα πόδια του. 26 Και η γυναίκα ήταν Ελληνίδα, Συροφοινίκισσα το γένος· και τον παρακαλούσε να βγάλει το δαιμόνιο από τη θυγατέρα της. 27 Και ο Ιησούς τής είπε: Άφησε πρώτα να χορτάσουν τα παιδιά, επειδή δεν είναι καλό να πάρει κάποιος το ψωμί των παιδιών, και να το ρίξει στα σκυλάκια. 28 Και εκείνη απάντησε και του λέει: Ναι, Κύριε· αλλά, και τα σκυλάκια κάτω από το τραπέζι τρώνε από τα ψίχουλα των παιδιών. 29 Και της είπε: Γι' αυτό τον λόγο, πήγαινε· το δαιμόνιο βγήκε από τη θυγατέρα σου. 30 Και όταν πήγε στο σπίτι της, βρήκε ότι το δαιμόνιο είχε βγει, και τη θυγατέρα της να είναι ξαπλωμένη επάνω στο κρεβάτι.

31 Και πάλι, αφού βγήκε από τα όρια της Τύρου και της Σιδώνας, ήρθε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, ανάμεσα στα όρια της Δεκάπολης. 32 Και του φέρνουν έναν δύσλαλο κωφόν· και τον παρακαλούν να βάλει το χέρι επάνω του. 33 Και παίρνοντάς τον ιδιαιτέρως από τον όχλο, έβαλε τα δάχτυλά του στα αυτιά του· και αφού έφτυσε, άγγιξε τη γλώσσα του· 34 και βλέποντας επάνω στον ουρανό, στέναξε, και του λέει: ΕΦΦΑΘΑ, δηλαδή, να ανοιχτείς. 35 Κι αμέσως άνοιξαν τα αυτιά του· και λύθηκε το δέσιμο της γλώσσας του, και μιλούσε ορθά. 36 Και τους παρήγγειλε να μη το πουν σε κανέναν· όμως, όσο αυτός τούς το παράγγελνε, τόσο περισσότερο εκείνοι το διακήρυτταν. 37 Και εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας: Καλά έπραξε τα πάντα· και τους κωφούς κάνει να ακούν, και τους άλαλους να μιλούν.

Κεφάλαιον 8

1 ΚΑΤΑ τις ημέρες εκείνες, επειδή υπήρχε ένα πολύ μεγάλο πλήθος, και δεν είχαν τι να φάνε, ο Ιησούς προσκαλώντας τους μαθητές του, τους λέει: 2 Σπλαχνίζομαι για το πλήθος, για τον λόγο ότι μένουν κοντά μου τρεις ημέρες ήδη, και δεν έχουν τι να φάνε· 3 και αν τους απολύσω στα σπίτια τους νηστικούς, θα αποκάμουν στον δρόμο· επειδή, μερικοί απ' αυτούς ήρθαν από μακριά. 4 Και οι μαθητές του αποκρίθηκαν σ' αυτόν: Από πού θα μπορέσει κανείς να τους χορτάσει με ψωμιά εδώ επάνω στην ερημιά; 5 Και τους ρώτησε: Πόσα ψωμιά έχετε; Και εκείνοι είπαν: Επτά. 6 Και πρόσταξε το πλήθος να καθήσουν στη γη· και παίρνοντας τα επτά ψωμιά, αφού ευχαρίστησε, έκοψε και έδινε στους μαθητές του, για να τα βάλουν μπροστά στο πλήθος· και εκείνοι τα έβαζαν. 7 Είχαν και λίγα ψαράκια· και αφού ευλόγησε, είπε να τα βάλουν κι αυτά. 8 Και έφαγαν και χόρτασαν· και σήκωσαν περισσεύματα από τα κομμάτια, επτά μεγάλα ψαροκόφινα. 9 Και εκείνοι που έφαγαν ήσαν περίπου 4.000· και τους απέλυσε. 10 Κι αμέσως, αφού μπήκε μέσα στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του, ήρθε στα μέρη τής Δαλμανουθά.

11 Και βγήκαν οι Φαρισαίοι, και άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις, και του ζητούσαν ένα σημείο από τον ουρανό, πειράζοντάς τον. 12 Τότε, ο Ιησούς αναστενάζοντας από την καρδιά του, λέει: Γιατί αυτή η γενεά ζητάει σημείο; Σας διαβεβαιώνω: Σημείο δεν θα δοθεί σ' αυτή τη γενεά. 13 Και αφήνοντάς τους, μπήκε πάλι μέσα στο πλοίο, και αναχώρησε στην αντίπερα όχθη.

14 Και ξέχασαν να πάρουν ψωμιά, και δεν είχαν μαζί τους μέσα στο πλοίο, παρά μονάχα ένα ψωμί. 15 Και τους παράγγελνε, λέγοντας: Βλέπετε, προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και το προζύμι τού Ηρώδη. 16 Και σκέφτονταν αναμεταξύ τους, λέγοντας, ότι: Δεν έχουμε ψωμιά. 17 Και όταν ο Ιησούς κατάλαβε, τους λέει: Τι σκέφτεστε ότι δεν έχετε ψωμιά· δεν αντιλαμβάνεστε ακόμα ούτε καταλαβαίνετε; Πωρωμένη έχετε ακόμα την καρδιά σας; 18 Έχοντας μάτια, δεν βλέπετε; Και έχοντας αυτιά, δεν ακούτε; Και δεν θυμάστε; 19 Όταν έκοψα τα πέντε ψωμιά στους 5.000 ανθρώπους, πόσα κοφίνια σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια; Του λένε: Δώδεκα. 20 Και όταν τα επτά στους 4.000 ανθρώπους, πόσα ψαροκόφινα σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια; Και εκείνοι είπαν: Επτά. 21 Και τους έλεγε: Πώς δεν καταλαβαίνετε;